χαριστικά

χαριστικά
τα, Ν
βλ. χαριστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακαλεστός — και παρακαλετός, ή, ό / παρακαλεστός, ή, όν, ΝΜ [παρακαλώ] 1. αυτός που κάνει κάτι έπειτα από παρακλήσεις, χαριστικά («παρακαλεστός σκαφτιάς μια δουλεύει, δυο χαζεύει», παροιμ. φρ.) 2. αυτός που γίνεται με ικεσίες, με παρακλήσεις, με παρακάλια… …   Dictionary of Greek

  • χαριστικός — ή, ό / χαριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου 2. συνεκδ. μεροληπτικός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή… …   Dictionary of Greek

  • εκδούλευση — η 1. εξυπηρέτηση που γίνεται χαριστικά 2. ωφέλιμη ενέργεια 3. κατάχρηση μισθού …   Dictionary of Greek

  • καταχαριστικός — ή, ό (AM καταχαριστικός, ή, όν) [καταχαρίζομαι] νεοελλ. αυτός που παρέχεται σε κάποιον μεροληπτικά, χαριστικά, παράνομα μσν. αρχ. 1. αυτός που παρέχει πλούσια δώρα 2. αυτός που δωροδοκεί …   Dictionary of Greek

  • παραρρίπτω — ΝΑ, παραρριπτῶ, έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ νεοελλ. 1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και τό έκανες λύσσα») 2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • συνεισφορά — η, ΝΜΑ [συνεισφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεισφέρω, η από κοινού εισφορά νεοελλ. 1. (νομ.) τα περιουσιακά στοιχεία που συνεισφέρει καθένας από τους συνεταίρους για τον απαρτισμό τού εταιρικού κεφαλαίου 2. (ναυτ. δίκ.) ο θεσμός τής… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • χαριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται για χάρη ή εξυπηρέτηση, χατιρικός, ευνοϊκός. 2. μεροληπτικός: Η στάση των δικαστών ήταν χαριστική. 3. στη γραμματική, ο όρος «δοτική χαριστική», δηλώνει ότι γίνεται κάτι για χάρη κάποιου. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”